Γράφει η Αγγελική Μαστροδημήτρη
Κοινωνιολόγος-Ανθρωπολόγος MSc και εκπαιδευτικός τα τελευταία 25 χρόνια
Εγώ δεν είχα «ρυθμό». Αυτό τουλάχιστον μου είχε πει μια δασκάλα στο δημοτικό και με έβγαλε από την πομπή της παρέλασης. Ποτέ ξανά δεν ασχολήθηκα με το θέμα και αυτή η ταμπέλα με ακολουθεί μέχρι σήμερα. Δεν έχω «ρυθμό»!
Δεν ήμουν ποτέ των παρελάσεων. Όταν ήμουν μικρή στη Χαλκίδα, μου άρεσε να βλέπω τα
παιδιά να παρελαύνουν στην παραλία και μου φαινόταν διασκεδαστικό να πετάω
στραγάλια με φυσοκάλαμο στον μικρότερο αδερφό μου, που ήταν τυμπανιστής! Εγώ δεν
είχα «ρυθμό». Αυτό τουλάχιστον μου είχε πει μια δασκάλα στο δημοτικό και με έβγαλε από
την πομπή της παρέλασης. Ποτέ ξανά δεν ασχολήθηκα με το θέμα και αυτή η ταμπέλα με
ακολουθεί μέχρι σήμερα. Δεν έχω «ρυθμό»!
Το θέμα της παρέλασης είναι για μένα περισσότερο μια πολιτισμική πρακτική. Από αυτές
που μαζεύουν την πόλη για χάζι, φιγούρα και μετά καφέ! Μια γιορτή. Όχι της πατρίδας ή
της φιλοπατρίας (μόνο), αλλά της κοινότητας και της ταυτότητας. Μια αφορμή περισσότερο
για συνεύρεση και τόνωση της κοινωνική συνοχής.Το θέμα της παρέλασης μπήκε στην ατζέντα, όταν η κόρη μου, μαθήτρια της ΣΤ΄ δημοτικού σε ένα σχολείο στο κέντρο της Αθήνας, άρχισε να μου απευθύνει ερωτήσεις του τύπου: «και τι θα φορέσω αν κληρωθώ για την παρέλαση;» ή «και τι παπούτσια θα ταιριάζουν με τη φούστα μου;». Ερωτήσεις που δέχθηκα με τη γλύκα της μητέρας που θέλει να υποστηρίξει την επιθυμία του παιδιού, να λάβει μέρος σε μια σχολική εκδήλωση και να
ενθουσιαστεί, στην πραγματικότητα, με μια καινούργια ομαδική εμπειρία.
Το ζήτημα ξεχάστηκε, μέχρι που μια μέρα την προηγούμενη εβδομάδα μπήκε στο σπίτι
στεναχωρημένη, κι εγώ φαντάστηκα ότι ήταν για εκείνο το τεστ στη γεωγραφία που είχε
διαβάσει το λάθος κεφάλαιο. Όχι όμως, καθόλου δεν την ένοιαζε αυτό. Ήταν η κλήρωση.
Στην πραγματικότητα ήταν ή μη κλήρωση. Η κόρη μου δεν συμμετείχε στην αρχική
κλήρωση των μαθητών για την παρέλαση, γιατί σ’ αυτήν συμμετέχουν μόνο τα «ατόφια»
δεκάρια. «Ατόφια»! το λες και γεμίζει το στόμα σου… πικρία. Γιατί η κόρη μου έχει
μαθησιακές δυσκολίες. Ως εκ τούτου είχε τρία εννιάρια στο πρώτο τετράμηνο. Και δεν πήρε
μέρος στην κλήρωση. Πήρε μέρος σε μια δεύτερη κλήρωση, που συμμετείχαν αυτά τα
παιδιά, τα δεύτερα. Με τα εννιάρια και τις μαθησιακές. Που κάθονται μαζί σε «ομαδούλες»
και «λίγο» στιγματίζονται γιατί δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα όπως οι άλλοι, κι ας
μελετούν το διπλάσιο χρόνο.
Κι αυτή ήταν μια πραγματικότητα που δεν είχα προβλέψει. Γιατί δεν ήξερα τη νομοθεσία
που ισχύει για τα σχολεία της Α’ Αθήνας, όπου δεν υπάρχει αρκετός χώρος για να
παρελάσουν όλοι οι μαθητές στην πλατεία Συντάγματος. Δεν ήξερα ότι το δικαίωμα ή η
«τιμή» της παρέλασης αφορά μόνο τους άριστους. Τους «υπέροχους» του εκπαιδευτικού
μας συστήματος. Αυτούς που είναι πλασμένοι να διαπρέπουν στο σχολικό χώρο. Και μου
έκανε μεγάλη εντύπωση, αυτό το σύστημα, που αποκλείει πλήρως τους άλλους, τα παιδιά
που έχουν έναν διαφορετικό τρόπο λειτουργίας στη μάθηση. Αυτοί ποτέ δεν θα έχουν την
ευκαιρία να συμμετέχουν σε μια τέτοια γιορτή. Κι όσο ασήμαντες κι αν μου φαινόντουσαν
οι παρελάσεις, άρχισαν να γίνονται σημαντικές όταν αισθάνθηκα την ανημπόρια μου να
στηρίξω το παιδί μου. «Εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό». Αυτή ήταν η πρώτη μου
αντίδραση όταν μου εξιστόρησε τι συνέβη.
Στην πορεία όμως, καθώς πέρασε ο πρώτος αιφνιδιασμός, άρχισα λίγο να το σκέφτομαι. Κι
όσο το σκεφτόμουνα τόσο περισσότερο παράλογο μου φαινόταν. Αν η παρέλαση ήταν ένας
μαθηματικός διαγωνισμός, τότε πράγματι η επίδοση στα μαθηματικά θα ήταν σημαντικό
κριτήριο για τη συμμετοχή των μαθητών. Η παρέλαση όμως δεν είναι διαγωνισμός. Είναι
μια τελετή για να τιμήσουμε ανθρώπους που πολέμησαν και θυσιάστηκαν για να μπορούμε
εμείς σήμερα να απολαμβάνουμε την ελευθερία μας. Είναι μια συμβολική αναπαράσταση,
ένας ελάχιστος φόρος τιμής προς την αξία της ελευθερίας. Και γίνεται ομαδικά. Με σκοπό η
ομάδα να είναι δεμένη, συνεκτική, συντονισμένη. Συνεχίζω λοιπόν να μην καταλαβαίνω τη
λογική της αριστείας στο δρώμενο της παρέλασης.
Μίλησα λοιπόν με τη διευθύντρια του σχολείου και με τον δάσκαλο της τάξης,
προσπαθώντας να καταλάβω πως γίνεται αυτή η κλήρωση. «Τι να κάνουμε; η νομοθεσία
αυτή είναι σε ισχύ από την εποχή του Μεταξά!», μου είπε απολογητικά ο δάσκαλος. «Εγώ
τους εξήγησα ότι δεν είμαι καθόλου υπέρ των παρελάσεων», συμπλήρωσε. Σε αντίθεση με
την κόρη μου, που αφού άκουσε πολλά παρόμοια, παρηγορητικά, επιχειρήματα από μένα,
μου δήλωσε: «Εγώ όμως θέλω να πάω!».Μίλησα και με τη μητέρα μου. «Α, δεν το πιστεύω! Γιατί το παιδί μας; αφού είναι πρώτο
μπόι!» είπε. Άλλο ένα παράδοξο και πεπαλαιωμένο κριτήριο για την επιλογή των
παρελαυνόντων. Οι ψηλοί, οι καμαρωτοί, οι λεβέντες! Όσοι έχουν «άρτια εμφάνιση,
παράστημα και ήθος!» όπως ορίζεται από την Υπουργική Απόφαση Γ4/150/24-02-2000.
Μήπως, λέω μήπως, έχει έρθει η ώρα να αναθεωρήσουμε αυτά τα κριτήρια; Σήμερα, που
ζούμε στον αστερισμό των δικαιωμάτων και της συμπερίληψης, φαίνεται τελείως
παράλογο να διαχωρίζουμε τους μαθητές με κριτήρια που οξύνουν τον ανταγωνισμό και
καλλιεργούν αισθήματα κατωτερότητας.
Μιλώντας με συναδέλφους για το θέμα, πληροφορήθηκα για μια διάταξη σύμφωνα με την
οποία προβλέπεται η βράβευση μαθητών για λόγους συμπεριφοράς. Αχ, εκεί πήρα μια
ανάσα. Τι ωραία ιδέα, σκέφτηκα, να βραβεύεις καλές συμπεριφορές! Και πόσο ωραία
πρότυπα θα μπορούσε αυτό να δημιουργεί στους μαθητές. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το
άρθρο 31 της ΥΑ 10645/ΓΔ4/22-01-2018 (ΦΕΚ 120/Β/23-1-2018), προβλέπεται ειδικός
έπαινος στους μαθητές «που διακρίνονται για ιδιαίτερες πράξεις αλληλεγγύης και
κοινωνικής προσφοράς και για πράξεις που εκφράζουν πνεύμα ανιδιοτελούς φιλαλληλίας».
Ο ενθουσιασμός μου δεν κράτησε πολύ, όταν συνειδητοποίησα ότι αυτή η δυνατότητα
ποτέ δεν αξιοποιήθηκε από το σχολείο στο οποίο υπηρετώ (και ούτε από κάποιο άλλο
σχολείο που να γνωρίζω), γιατί είναι πολύ δύσκολο να καθοριστούν τα κριτήρια για μια
τέτοια διάκριση! Κοινώς επιστρέφουμε στους βαθμούς ως το μόνο ποσοτικό και μετρήσιμο
κριτήριο για την επιβράβευση των μαθητών. Τα ποιοτικά κριτήρια δεν είναι τόσο εύκολα
αντιληπτά και μπορεί να προκαλέσουν παράπονα στην μαθητική κοινότητα από παιδιά που
μπορεί να αισθανθούν αδικημένα. Η υποκειμενικότητα μιας τέτοιας επιλογής απομακρύνει
τους εκπαιδευτικούς από την όλη διαδικασία και ευθύνη.
Και συνεχίζω να αναρωτιέμαι: Σε μία κοινωνία που αυτοπροσδιορίζεται ως δημοκρατική
και σύγχρονη, πως μπορούμε ακόμη να λειτουργούμε με νομοθεσίες αποκλεισμού και
στιγματισμού; Μάλλον δεν έχει γίνει ακόμη κατανοητό ότι ο μόνος τρόπος για να
ευημερήσουμε ουσιαστικά και μακροπρόθεσμα, είναι όταν είμαστε όλοι μαζί, σε μια κοινή
παρέλαση. Όταν συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε κοινά συμφέροντα! Το μοντέλο του
ακραίου ανταγωνισμού: «ο θάνατος σου, η ζωή μου!» δεν λειτούργησε. Αντιθέτως,
προκάλεσε σωρεία προβλημάτων και οδήγησε σε αδιέξοδα τον σύγχρονο κόσμο. Και
σίγουρα είναι το μεγάλο αντίδοτο στη χαρά! Τη χαρά που προσδίδει σε όλα τα μέλη της
κοινωνίας η αίσθηση του «ανήκειν» και της συμμετοχής. Και το σχολείο, ως θεσμός, οφείλει
να προάγει και να προστατεύει αυτή τη λειτουργία, ανανεώνοντας τα παλιά συμβόλαια με
νέα που περικλείουν το κοινωνικό σώμα και ενισχύουν τους δεσμούς των μελών.